- ὄγμος
- ὄγμοςfurrowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… … Dictionary of Greek
ὄγμοι — ὄγμος furrow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγμοις — ὄγμος furrow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγμον — ὄγμος furrow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγμου — ὄγμος furrow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγμους — ὄγμος furrow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγμων — ὄγμος furrow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγμῳ — ὄγμος furrow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώγμος — ὁ, (Α, ὦγμος) ὄγμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού ὄγμος*] … Dictionary of Greek
Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… … Википедия